διαταράζω

διαταράζω
διαταράζω, διατάραξα βλ. πίν. 23

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διαταράζω — και διαταράσσω (AM διαταράσσω και διαταράττω) προκαλώ σύγχυση, διασαλεύω, ενοχλώ, ανησυχώ («διαταράζω την κοινή ησυχία, τη δημόσια τάξη...») …   Dictionary of Greek

  • διαταράσσω — διαταράσσω, διατάραξα βλ. πίν. 27 και πρβλ. διαταράζω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ανακατεύω — εψα, εύτηκα, εμένος 1. αναμειγνύω δύο ή περισσότερα πράγματα: Ανακάτεψε φρέσκα και μπαγιάτικα ψάρια. 2. αναταράζω, φέρνω το πάνω κάτω: Ανακάτεψε το τσάι σου για να λιώσει η ζάχαρη. 3. διαταράζω την τάξη, τη σειρά: Άλλη φορά να μη μου ανακατέψεις… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διαταράσσω — και διαταράζω διατάραξα, διαταράχτηκα, διαταραγμένος, προκαλώ ταραχή, αταξία: Ο ύπνος μου διαταράχτηκε από εφιάλτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παρενοχλώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. παρεμποδίζω κάποιον όχι φορτικά στην εργασία του: Τα μικρά παιδιά παρενοχλούν τους μεγάλους στο σπίτι. 2. διαταράζω την ησυχία: Το πλαϊνό εργαστήρι μας παρενοχλεί τα μεσημέρια. 3. για το στρατό, δεν αφήνω τον εχθρό να… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”